Το φαινόμενο των νεομαρτύρων*

Οι Νεομάρτυρες αποτελούν δυστυχώς ένα παραθεωρημένο κεφάλαιο στη Νεοελληνική Ιστορία, παρότι οι λαμπρές αυτές προσωπικότητες, μοναδικά παραδείγματα θάρρους και αυταπάρνησης, βγαλμένες μέσα από τα σπλάχνα του ελληνικού λαού, συνέβαλαν με τον δικό τους, ιδιαίτερο τρόπο στην ανάσταση, μετά από σταύρωση αιώνων πολλών, του ίδιου αυτού λαού. Αν οι ήρωες του ’21 κινδύνεψαν να χάσουν ή έχασαν το αίμα τους στα πεδία των μαχών, οι Νεομάρτυρες έδωσαν κι αυτοί το αίμα τους –ενσυνείδητα, με απόφασή τους, με επιλογή τους, μιμούμενοι έτσι τον Χριστό– συνήθως μετά από φριχτά βασανιστήρια, αυτή τη φορά μπροστά στους εκπροσώπους της τουρκικής εξουσίας, του Καίσαρα της εποχής τους, όπως ανάλογα είχαν πράξει στη δική τους εποχή ενώπιον τού τότε Καίσαρα οι μάρτυρες των τριών πρώτων αιώνων. Έτσι, η όποια αναφορά στους Νεομάρτυρες, αναγκαστικά μάς παραπέμπει στους μάρτυρες των αρχών του χριστιανισμού. Με τη σειρά τους, οι μάρτυρες της πρωτοχριστιανικής εποχής παραπέμπουν στον ίδιο τον Χριστό, τον πρώτο μάρτυρα, ο οποίος, σύμφωνα  με τον Ηγαπημένο μαθητή του Ιωάννη, είχε πει ενώπιον του Πιλάτου: «εἰς τοῦτο  γεγέννημαι καὶ  εἰς τοῦτο ἐλήλυθα εἰς  τὸν  κόσμον,  ἵνα  μαρτυρήσω  τῇ  ἀληθείᾳ» (Ιωάν. ιη΄ 37). Για να συμπληρώσει ο απόστολος Παύλος στην Πρώτη προς Τιμόθεον Επιστολή του, απευθυνόμενος στον Τιμόθεο: «Παραγγέλλω σοι ἐνώπιον […] Χριστοῦ Ἰησοῦ τοῦ μαρτυρήσαντος ἐπὶ Ποντίου Πιλάτου τὴν καλὴν ὁμολογίαν…» (Α΄ Τιμοθ. 6:13).

Η μαρτυρία λοιπόν (με τη νομική σημασία του όρου, σε δικαστήριο δηλ.) οδηγεί στο μαρτύριο. Έτσι, η έννοια του «μάρτυρα» σε δικαστήριο, διολίσθησε στην έννοια του «κατηγορουμένου», ο οποίος καταδικάζεται σε βασανιστήρια ή θάνατο, ακριβώς γιατί, όπως ο Χριστός, είχε την παρρησία να «μαρτυρήσει», να καταθέσει δηλ. δημόσια την αλήθεια.

Έτσι, και στην περίπτωση του Ίδιου του Χριστού, η μαρτυρία Του σφραγίστηκε με μαρτύριο, μετά από μια δίκη-παρωδία, που βασίστηκε (να μην το ξεχνάμε) σε ψευδο-μάρτυρες.

Η μεγάλη σημασία που έδωσε από την αρχή η Εκκλησία στο ζήτημα της μαρτυρίας-μαρτυρίου, εμφαίνεται και από το γεγονός ότι η αντίστοιχη της ελληνικής λέξης «άγιος» (η οποία είναι από την ίδια ρίζα με τη λέξη «αγνός» και δείχνει, επομένως, αγνότητα, καθαρότητα, έλλειψη νόθευσης) στα λατινικά είναι η λέξη “sanctus” (από το “sanguis” = αίμα), που σημαίνει «ματωμένος», «γεμάτος αίματα», «καταματωμένος» (και από εκεί σε όλες τις ευρωπαϊκές γλώσσες: “saint” στα αγγλικά και, ανάλογα, στις άλλες λατινογενείς γλώσσες).

Έτσι, από την αρχή, στη συνείδηση της Εκκλησίας, η αγιότητα έφτασε σχεδόν να ταυτιστεί με το μαρτύριο. Η νηφάλια και ταυτόχρονα ανυποχώρητη στάση των χριστιανών εκείνων που ενώπιον των Αρχών του αιώνος τούτου έδιναν τη μαρτυρία τους, η οποία θα γινόταν σύντομα (με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο) μαρτύριο, σφράγισε ανεξίτηλα τη ζωή της Εκκλησίας.

Στη συνέχεια βέβαια, μετά τη Συνθήκη των Μεδιολάνων στις αρχές του 4ου αιώνα, η Εκκλησία αναδύεται από τις κατακόμβες, παύει να οδηγείται στο μαρτύριο, ωστόσο πρέπει να εξακολουθεί με την ίδια ζέση, με τον ίδιο ενθουσιασμό, να ευαγγελίζεται και να δίνει ανόθευτη μαρτυρία για «το φαιδρόν (το χαρούμενο δηλ.) της Αναστάσεως κήρυγμα», από καλύτερη μεν αντικειμενικά θέση, αλλά χωρίς να είναι απαλλαγμένη από άλλου τύπου δυσκολίες και πιέσεις, που έχουν να κάνουν είτε με εξωτερικούς παράγοντες (πολιτική εξουσία) είτε με εσωτερικούς (εκκλησιαστικές έριδες, δογματικές διαφωνίες). Έτσι, και τότε δεν θα λείψουν άνθρωποι που θα «μαρτυρήσουν τῇ  ἀληθείᾳ», ιδιαίτερα σε κρίσιμες για την Εκκλησία περιόδους· απλώς, επειδή επισήμως το πολίτευμα ήταν χριστιανικό, δεν θα μπορούσε να γίνει λόγος για μάρτυρες, τουλάχιστον με τη στενή έννοια των πρώτων τριών αιώνων εκκλησιαστικής ζωής.

Φτάνουμε έτσι στη συμβατική χρονολογία τού 1453 – και λέμε “συμβατική”, διότι, στην πραγματικότητα, πολύ πριν την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τον Μωάμεθ Β΄ τον Πορθητή, μεγάλο μέρος της πάλαι ποτέ ακμάσασας Βυζαντινής Αυτοκρατορίας είχε ήδη πέσει στα χέρια των Οθωμανών Τούρκων. Οριστικά λοιπόν από το 1453 και μετά, για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα τετρακοσίων και πλέον χρόνων (που για πολλές περιοχές της σημερινής Ελλάδας είναι ακόμη μεγαλύτερο, δεδομένου ότι οι περιοχές  αυτές απελευθερώθηκαν κατά τον 20ό αιώνα), οι Έλληνες ζουν κάτω από τον οθωμανικό ζυγό, με κυρίαρχο θρήσκευμα το ισλάμ.

Η θεοκρατική δομή του Οθωμανικού κράτους είχε ως αποτέλεσμα την άμεση ή έμμεση πίεση προς τους χριστιανούς να δηλώσουν πίστη στο ισλάμ. Η έμμεση πίεση είχε κυρίως να κάνει με υποσχέσεις για τιμές, αξιώματα, πολύ καλύτερη και άνετη ζωή τόσο σε οικονομικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο. Ιδιαίτερα μετά τον πρώτο βασανισμό του μελλοντικού μάρτυρα, τέτοιες υποσχέσεις δίνονταν αφειδώς από τα αρμόδια όργανα προκειμένου να κάμψουν την  αντίστασή του.

Οι Νεομάρτυρες, πέρα από κληρικούς παντός βαθμού, ανήκαν σε όλες τις κοινωνικές τάξεις ή ομάδες, όπως χρυσοχόοι, γιατροί, έμποροι, γουναράδες, ναύτες, υποδηματοποιοί, ράπτες, ψαράδες, κτίστες, παντοπώλες, αγρότες, ενώ μπορούσαν να είναι πλούσιοι ή φτωχοί, μορφωμένοι ή αγράμματοι, άνδρες και γυναίκες όλων των ηλικιών.

Φυσικά, η χριστιανική ιδιότητα των υπόδουλων Ελλήνων ήταν αυτονόητη, δεν ήταν κάτι άγνωστο στις Αρχές. Ωστόσο, υπό ορισμένες συνθήκες μπορούσε να καταγγελθεί στις Αρχές ως ασύμβατη με το θρήσκευμα της Αυτοκρατορίας. Οι αφορμές για τέτοιες καταγγελίες δεν ήταν πάντα οι ίδιες, πολλές δε φορές είχαν να κάνουν και με προσωπικές αντιπάθειες ή αντιζηλίες ή με οργανωμένες («στημένες») απόπειρες κατασυκοφάντησης του χριστιανού, ο οποίος εκ των πραγμάτων ήταν στη θέση του αδύναμου και του έρμαιου των κακόβουλων διαθέσεων των συκοφαντών/διωκτών του. Χαρακτηριστικά, αναφέρουμε την περίπτωση του Νεομάρτυρα Νικολάου από το Καρπενήσι, ο οποίος παρακολουθούσε μαθήματα τουρκικής γλώσσας σε έναν κουρέα. Ο κουρέας, θέλοντας να εξισλαμίσει τον Νικόλαο, μια μέρα επέλεξε να διδάξει το Salabat, την ομολογία της μουσουλμανικής πίστης. Όταν ο νέος παρουσιάστηκε για το μάθημα, ο κουρέας, παρουσία στρατιωτών, τον έβαλε να διαβάσει το κείμενο. Ο Νικόλαος, ανύποπτος, άρχισε να το διαβάζει. Όταν έφθασε στο τέλος, οι στρατιώτες φώναξαν: «Έγινες Τούρκος, διάβασες το Salabat». Ο Νικόλαος διαμαρτυρήθηκε έντονα: «Είμαι χριστιανός και όχι Τούρκος, διαβάζω αυτό πού μου δίνει ο κύριός μου για το μάθημα». Τη συνέχεια την υποψιαζόμαστε.

Με την ευκαιρία του περιστατικού αυτού, να θυμίσουμε ότι η αλλαγή πίστης σήμαινε και αλλαγή εθνικής συνείδησης, γι’ αυτό και, όταν κάποιος Έλληνας ενέδιδε στις πιέσεις και ασπαζόταν το ισλάμ, τότε οι συμπατριώτες του απέδιδαν μονολεκτικά την ενέργειά του αυτή με το χαρακτηριστικό ρήμα «τούρκεψε».

Γενικά και συνοπτικά μιλώντας λοιπόν, κυριότεροι λόγοι για να συρθεί ένας χριστιανός ενώπιον του καδή/δικαστή ήταν η προσπάθεια των Οθωμανών Τούρκων για επικράτηση και επέκταση της κυριαρχίας τους, η ανυπόστατη πολλές φορές κατηγορία ότι κάποιος χριστιανός προσέβαλε τη μωαμεθανική θρησκεία, η συκοφαντική πληροφορία ότι χριστιανός επιθυμούσε δήθεν να ασπασθεί το ισλάμ, η διαφωνία μεταξύ χριστιανού και μουσουλμάνου σε εμπορικές συναλλαγές, η (πραγματική ή όχι) οργάνωση ή συμμετοχή σε επαναστατικά κινήματα εναντίον των Τούρκων, ενώ υπήρχαν και λόγοι που σχετίζονταν ακόμα και με ερωτική επιθυμία. Τέλος, υπάρχει και μια μικρή κατηγορία Νεομαρτύρων προερχόμενων από το ισλάμ που ασπάσθηκαν τον χριστιανισμό.

Συνήθως, ο χριστιανός που θα γινόταν μάρτυρας οδηγείτο (μετά την επίσημη διαπίστωση ότι αρνείται το ισλάμ) στον «καδή» (δικαστή), ο οποίος στην αρχή προσπαθούσε να τον κάνει να ασπαστεί το ισλάμ με κολακείες και διόλου ευκαταφρόνητες υποσχέσεις για το μέλλον του, όπως προαναφέρθηκε, σε περίπτωση που αλλαξοπιστούσε: τού υποσχόταν μια ζωή γεμάτη ανέσεις, κοινωνική αναγνώριση, οικονομική απογείωση, ό,τι πιο δελεαστικό μπορούσε να γλυκάνει τ’ αυτιά του. Η απόρριψη των ελκυστικών αυτών προτάσεων εκ μέρους του χριστιανού συνεπαγόταν την μήνιν τού καδή και την παράδοση του χριστιανού στη φυλακή και σε απερίγραπτα βασανιστήρια, τα οποία δεν θα αντέχαμε, όχι να υποστούμε, ούτε καν να ακούσουμε, καθώς στα βασανιστήρια αυτά η πραγματικότητα ξεπερνούσε πολλές φορές κάθε φαντασία…

Η εναλλαγή αυτή μεταξύ δελεαστικών προτάσεων αφενός, και βασανιστηρίων μετά την απόρριψη των προτάσεων αυτών αφετέρου, με συνέχιση φυσικά της φυλάκισης, μπορούσε να συνεχίζεται επί μήνες ολόκληρους. Όταν εξαντλείτο πια κάθε πιθανότητα αλλαγής της πίστης του χριστιανού, τότε ακολουθούσε η εκτέλεση της ποινής του θανάτου, συνήθως σε δημόσια θέα, προς παραδειγματισμό των υπολοίπων υπόδουλων χριστιανών.

Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι σε πολλές περιπτώσεις η ομολογία του χριστιανού, με αυτονόητη συνέπεια το μαρτύριο, είχε να κάνει με προηγηθείσα άρνηση του Χριστού εκ μέρους του χριστιανού σε παλαιότερη φάση της ζωής του, άρνηση που μπορούσε να είχε προκύψει υπό ποικίλες κάθε φορά συνθήκες: άρνηση σε νηφάλια κατάσταση, μετά από υποσχέσεις για καλύτερη ζωή κ.λπ., αλλά ακόμα και άρνηση με έλλειψη νηφαλιότητας, όπως π.χ. σε γλέντι, μετά από μεθύσι κ.λπ. Όταν ο εξισλαμισμένος Έλληνας συνειδητοποιούσε την πράξη του και μετανοούσε γι’ αυτήν (μια μετάνοια που συνοδευόταν από πικρά δάκρυα, γονυκλισίες, αγρυπνίες, συνεχείς προσευχές κ.λπ.), προσέφευγε σε πνευματικό ο οποίος τον καθοδηγούσε κατάλληλα. Επειδή κατά κανόνα, παρά την έμπρακτη αυτή εκδήλωση μετανοίας, δεν αναπαυόταν η ψυχή τού πρώην αρνητή, ο μετανοημένος επιθυμούσε βαθιά να αποκαταστήσει την προηγούμενη αμαρτία του με δημόσια εκδήλωση ομολογίας της χριστιανικής του πίστης ενώπιον των τουρκικών Αρχών, φυσικά εν γνώσει των συνεπειών μιας τέτοιας ενέργειας.

Οι δημόσιες αυτές ομολογίες πίστης αναπτέρωναν το ηθικό των υπόδουλων Ελλήνων και τους έδιναν ελπίδα και όραμα  για τη δύσκολη συνέχεια της δουλείας. Θα μπορούσαμε, με σημερινούς όρους, να πούμε ότι η στάση των Νεομαρτύρων αποτελεί μια μορφή «παθητικής αντίστασης», καθώς το μοναδικό αίμα που επιθυμούσαν να χυθεί ήταν αποκλειστικά το δικό τους και ουδενός άλλου. Επίσης, ένα λεπτό ζήτημα εν προκειμένω είναι η διάκριση μεταξύ Νεομάρτυρα και Εθνομάρτυρα. Όπως προσφυώς είχε παρατηρήσει ο αείμνηστος καθηγητής μας π. Γεώργιος Μεταλληνός, η διάκριση αυτή δεν είναι πάντα εύκολη, δεδομένου ότι στο ίδιο πρόσωπο είναι στενά, αξεδιάλυτα συνυφασμένη η χριστιανική ιδιότητα με την ελληνική εθνική συνείδηση, σε σημείο που η διάκρισή τους να είναι πρακτικά αδύνατη. Θεωρητικά πάντως, Νεομάρτυρας είναι το πρόσωπο που θυσιάζεται για την πίστη του και την αγάπη του στον Χριστό, ενώ Εθνομάρτυρας είναι το πρόσωπο που θυσιάζεται για την αγάπη του στην πατρίδα.

Το νέφος των νέων μαρτύρων, μετά από αιώνες δουλείας, έπρεπε κάποια στιγμή να καταγραφεί. Η ανάγκη της αποτύπωσης της ανεκτίμητης αυτής προσφοράς «εις οσμήν ευωδίας πνευματικής» προς «τον Φυτουργόν της Κτίσεως», ικανοποιήθηκε το 1799, όταν εκδίδεται στη Βενετία για πρώτη φορά το «Νέον Μαρτυρολόγιον» του αγ. Νικοδήμου του Αγιορείτου, ενώ στη δεύτερη έκδοση του ίδιου έργου στην Αθήνα (το 1856) προστέθηκαν και νεώτερα μαρτύρια, από το 1799 (έτος της πρώτης έκδοσης) μέχρι το 1838. Βασικός σκοπός του συντάκτη τού «Νέου Μαρτυρολογίου», δηλ. του προαναφερθέντος αγ. Νικοδήμου του Αγιορείτου, ήταν να ενισχύσει και να οπλίσει με υπομονή, εγκαρδίωση και θάρρος τούς υπόδουλους Έλληνες, με δεδομένο το εκτεταμένο κύμα εξισλαμισμών που λάμβανε χώρα τόσο στις ελληνικές όσο και στις άλλες βαλκανικές περιοχές κατά τον 18ο αιώνα.

Στη Λακωνία έχουμε τις εξής περιπτώσεις Νεομαρτύρων, γνωστές φυσικά στους Λάκωνες. Τις υπενθυμίζουμε: α) ο άγ. Ιωάννης ο Μονεμβασιώτης (από το χωριό Γούβες), ο οποίος μαρτύρησε σε νεαρή ηλικία το 1773 στη Λάρισα, β) ο άγ. Ιωάννης Τουρκολέκας (θα αναφερθούμε αμέσως μετά σ’ αυτόν), γ) ο μητροπολίτης Λακεδαιμονίας Νεόφυτος, δ) ο άγ. Ρωμανός, που μαρτύρησε   το 1695, και ε) ο άγ. Μήτρος ή Δημήτριος, ο οποίος συνελήφθη στον Μυστρά και μαρτύρησε στην Τρίπολη το 1794.

Ενδεικτικό παράδειγμα Νεομάρτυρα, λίγα χρόνια μάλιστα πριν την κήρυξη της Επανάστασης του ’21, είναι η περίπτωση του 11χρονου Ιωάννη Σταματελόπουλου-Τουρκολέκα, αδελφού τού αγωνιστή της Επανάστασης του ’21 Νικήτα Σταματελόπουλου, γνωστού ως Νικηταρά, από το χωριό Τουρκολέκα της Αρκαδίας (της επαρχίας Μεγαλόπολης). Η οικογένειά τους είχε στενή συγγενική σχέση με την οικογένεια του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Συγκεκριμένα, η μητέρα τους και η σύζυγος του Κολοκοτρώνη ήταν αδελφές, άρα ο Νικήτας και ο μικρότερος αδελφός του Ιωάννης ήταν πρώτα ανίψια του Κολοκοτρώνη.

Λόγω τού ότι οι Τούρκοι είχαν εξαπολύσει τη δεύτερη δεκαετία του 1800 κυνηγητό κατά των κλεφταρματωλών του Μωριά, ο πατέρας τους Σταματέλος είχε διαφύγει με την οικογένειά του στη Ζάκυνθο, που δεν αποτελούσε τουρκικό έδαφος. Μαζί τους είχαν πάρει και τον γιο του θρυλικού κλέφτη του Πάρνωνα Ζαχαριά, τον Αναγνώστη Ζαχαριά, καθώς ο πατέρας του είχε θανατωθεί από τους Τούρκους. Το 1816, όταν ο Ιωάννης ήταν στην τρυφερή ηλικία των 11 ετών, ο πατέρας του μαζί με τον Αναγνώστη Ζαχαριά και τον ίδιο τον Ιωάννη μεταβαίνουν από τη Ζάκυνθο στη Μάνη για τους αρραβώνες του Αναγνώστη. Μετά θέλησαν να πάνε για τα νυφικά στα Κύθηρα, που κι αυτά δεν αποτελούσαν τουρκικό έδαφος, αλλά λόγω θαλασσοταραχής κατέληξαν στη Νεάπολη της Λακωνίας. Εκεί γίνονται αντιληπτοί από τις Αρχές και συλλαμβάνονται. Οδηγούνται στη Μονεμβασιά, όπου υπήρχε ανώτερη τουρκική Αρχή, και φυλακίζονται. Εκεί αποφασίζεται η εκτέλεσή τους. Πιθανότατα στην απόφαση αυτή πρέπει να βάρυνε το γεγονός ότι ανάμεσά τους ήταν ο Αναγνώστης Ζαχαριάς, γιος του περιβόητου Ζαχαριά, που πολύ τούς είχε ταλαιπωρήσει με τα κατορθώματά του επί σειρά ετών. Ο πατέρας τού Ιωάννη Σταματέλος θερμοπαρακαλεί τους Τούρκους να σκοτώσουν τον ίδιο και να χαρίσουν τη ζωή στα παιδιά, καθώς μάλιστα αυτά είχαν μεγαλώσει «στη Φραγκιά», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Νικηταράς. Οι Τούρκοι όμως ήταν αμετάπειστοι.

Στις 24 Οκτωβρίου του 1816 εκτελούνται και οι τρεις με αποκεφαλισμό μπροστά στον ναό του Ελκομένου Χριστού στο κέντρο του κάστρου της Μονεμβασιάς. Πρώτα αποκεφαλίζεται ο Αναγνώστης και ακολουθεί ο πατέρας του Ιωάννη Σταματέλος. Τελευταίον, σκόπιμα, έχουν αφήσει οι Τούρκοι τον 11χρονο Ιωάννη, πιστεύοντας ότι, λόγω του πολύ νεαρού της ηλικίας του και έχοντας μείνει πλέον ορφανός και μόνος από τους τρεις, θα λυγίσει. Του δείχνουν τον αποκεφαλισμένο πατέρα του και του τάζουν μια ζωή μέσα στην άνεση και την τρυφή αν αλλαξοπιστήσει. Ο Ιωάννης μένει αμετάπειστος και ακλόνητος, με ωριμότητα μεγάλου ανθρώπου. «Θέλω να πάω εκεί που πήγε ο πατέρας μου», επαναλαμβάνει σταθερά μετά από κάθε δελεαστική πρόταση των Τούρκων. Η ήρεμη επιμονή ενός 11χρονου παιδιού αποδείχθηκε ισχυρότερη από τους κτηνώδεις εκβιασμούς των εξαγριωμένων εξουσιαστών. Μετά από κάθε απόρριψη των τουρκικών προτάσεων κάνει τον σταυρό του. Ο ίδιος σταυρός σχηματίστηκε από το αίμα του μετά την αποτομή της τιμίας κεφαλής του έξω από τον ναό του Ελκομένου προς το μαρτύριο Χριστού…

Γεγονότα σαν κι αυτό εξηγούν με τον πλέον ανάγλυφο και πειστικό τρόπο γιατί η κήρυξη της Επανάστασης του 1821 ήταν κάτι που δεν μπορούσε να περιμένει (μάλλον είχε ήδη καθυστερήσει) και γιατί ο Νικηταράς Σταματελόπουλος πολέμησε με την ορμή που πολέμησε κατά τη διάρκεια του Αγώνα, ο ίδιος ήρωας που αργότερα, στην ελεύθερη πια Ελλάδα, αφού πρώτα φυλακίστηκε και βασανίστηκε φρικτά, ζητιάνευε τυφλός σε μεγάλη ηλικία στις γειτονιές της Αθήνας και του Πειραιά για να επιβιώσει…

Ανδρέας Μοράτος, Θεολόγος, Φιλόλογος

* Ομιλία στο πλαίσιο των «Πνευματικών Διαδικτυακών Συζητήσεων» που πραγματοποιεί η Ιερά Μητρόπολη Μονεμβασίας και Σπάρτης και συγκεκριμένα, κατά την αφιερωματική παρουσίαση, με τίτλο: «Ήρωες Πίστεως και Πατρίδος – Αγλαΐσματα του τόπου μας», η οποία πραγματοποιήθηκε την Κυριακή 28 Φεβρουαρίου 2021. Η παραπάνω διαδικτυακή εκδήλωση αποτέλεσε κομμάτι των εκδηλώσεων, που έχει προγραμματίσει η τοπική μας Εκκλησία, για την επέτειο της συμπλήρωσης διακοσίων ετών από την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης κατά του Οθωμανικού ζυγού.