UA-49499200-1

Η μαύρη πεταλούδα, της Έρης Ρίτσου

21.6.2015_Η μαύρη πεταλούδαΤίτλος: Η μαύρη πεταλούδα
Συγγραφέας: Έρη Ρίτσου
Εικονογράφηση: Ναταλία Καπατσούλια
Επιμέλεια-Διόρθωση: Μαρία Πανάκη
Εκδόσεις: Κέδρος, Φεβρουάριος 2015
ISBN: 978-960-04-4587-9

Σ’ έναν τόπο μακρινό ζούσε μια μικρή μαύρη πεταλούδα. Δεν ήξερε πόσο χαρούμενη ήταν μέχρι που μεγάλη ξηρασία χτύπησε τον τόπο της. Οι πεταλούδες αρρώσταιναν, παρέλυαν. Ο τόπος ερήμωνε. Η μητέρα της, άρρωστη κι ετοιμοθάνατη, την “έδιωξε”, να φύγει, να σωθεί. Πέταξε θλιμμένη για τόπο μακρινό κι αντάμωσε ένα πανέμορφο, καταπράσινο λιβάδι. Ένας μικρός κίτρινος πεταλούδος την υποδέχτηκε με κατανόηση, παρότι του φάνηκε περίεργο το μαύρο χρώμα της. Όμως όλες οι άλλες πεταλούδες, με μπροστάρη έναν καφέ-γκρι πεταλούδο, δεν είδαν με καλό μάτι τον ερχομό της. “Δε μπορούμε να αφήσουμε τη μαύρη πεταλούδα να τρώει το φαγητό μας”, είπε μια. “Να φύγεις, δε σε θέλουμε εδώ”, είπε ο καφέ-γκρι πεταλούδος.

Η απειλή “να έρθουν κι άλλες μαύρες πεταλούδες στο λιβάδι τους και να πίνουν τους χυμούς τους” έκανε τις περισσότερες πεταλούδες εχθρικές κι η μαύρη πεταλούδα έφυγε. Μα ο κίτρινος πεταλούδος δεν άφησε τα πράγματα στην τύχη τους. Πέταξε πίσω της και αποφάσισε να μείνει κοντά της και να βγαίνουν τα βράδια που δεν θα τους έβλεπε κανείς να τρώνε.

Μα ήρθε και σε τούτο το λιβάδι μια μέρα από εκείνες που δε θες να ξέρεις πως υπάρχουν. Ένα μεγάλο γκρι σύννεφο στρογγυλοκάθισε πάνω από το λιβάδι. Ο ήλιος κρύφτηκε και πήρε το φως μαζί του. Τα λουλούδια άρχισαν να ζαρώνουν. Το φαγητό για τις πεταλούδες άρχισε να σώνεται κι εκείνες έβαζαν πλώρη για να αρρωστήσουν. Η μαύρη πεταλούδα το είχε ξαναδεί το έργο. Με σύμμαχο τον κίτρινο πεταλούδο κατάστρωσαν ένα σχέδιο, απλό στη σύλληψη, μεγάλο στην καρδιά. Κι η παρτίδα σώθηκε από την προνοητικότητα και κυρίως την έλλειψη μίσους από τη μαύρη πεταλούδα.

“Η μαύρη πεταλούδα” της Έρης Ρίτσου είναι η γνήσια ιστορία ενός πολιτικού πρόσφυγα, ενός μετανάστη όπως συνηθίζουν οι πολλοί να τους λένε. Η μαύρη πεταλούδα φεύγει από τον τόπο της όταν αυτός καταστρέφεται. Από λάθος επιλογές; Από έλλειψη προνοητικότητας; Από κάποιο φυσικό φαινόμενο στο οποίο δεν υπήρχε απάντηση; Ίσως και όλα αυτά μαζί. Αναζητά με τις ευλογίες της μητέρας της έναν νέο τόπο να ανθίσει. Στοπ.

Κάθε αληθινή μάνα, κάθε αληθινός γονιός, όχι ετοιμοθάνατος ή άρρωστός, μα υγιής κι ακμαίος ακόμα, οφείλει να κάνει αυτό που έπραξε η μαμά πεταλούδα:

“Εγώ πεθαίνω, κι αν θες να πεθάνω χαρούμενη, φύγε τώρα μακριά. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη χαρά για μένα από το να ξέρω πως εσύ είσαι καλά.”

Η αληθινή μάνα “διώχνει” το παιδί της μακριά. Να ανοίξει τα φτερά του. Να βρει το δικό του φτερούγισμα. Δεν το κρατά κοντά της για να το ευνουχίσει με τη δικαιολογία της αγάπης. Ειδικά όταν δεν υπάρχει τίποτα να ζήσεις αν μείνεις.

Η καινούρια της ζωή στο νέο λιβάδι είναι η επιτομή του ρατσισμού/φασισμού. “Θα φας το φαί μας”, “θα φέρεις τους δικούς σου”, “πώς είσαι έτσι, μαύρη;” και όλα αυτά τα χαριτωμένα. Ακόμα και μετά την καθοριστική συμβολή της μαύρης πεταλούδας η οποία σώζει και τον καφέ-γκρι πεταλούδο, εκείνος δεν μετανοεί, συνεχίζει να μουρμουρά. Ο πραγματικός φασίστας είναι εκείνος που δεν αναγνωρίζει τίποτε καλό σε εκείνον που μισεί, ακόμα κι αν έχει σωθεί η ίδια του η ζωή χάρη σ’ αυτόν.

Οι αφηγηματικές επιλογές της Έρης Ρίτσου δίνουν στο παραμύθι μια ξεκούραστη ώθηση. Προτάσεις κοφτές, διάλογοι μικροί και μεστοί, απουσία πλατειασμών και λέξεων που βαραίνουν την απόλαυση της ανάγνωσης, λόγος παραμυθένιος. Μια καθαρή ιστορία που κουβαλά τους δικούς της συμβολισμούς. Μετανάστευση, προνοητικότητα, μητρική αγάπη, φιλία (αυτό το μαγικό φίλτρο που στηρίζει τη ζωή), ρατσισμός.

-Οι πεταλούδες είναι πολύχρωμες. Άσπρες, κίτρινες, κόκκινες και καφετιές, με πολλά χρώματα!
-Στον τόπο απ’ όπου έρχομαι είναι όλες μαύρες.

Αυτό το αγκάθι της ανεκτικότητας και της αποδοχής του διαφορετικού. Όχι του διαφορετικού που βλάπτει και συντηρητικοποιεί τις κοινωνίες, μην μπερδεύεσαι. Του διαφορετικού που δε θέλει να σου επιβάλλει τίποτε, παρά μόνη τη θέλησή του να ζήσει.

Η εικονογράφηση της Ναταλίας Καπατσούλια έχει στιγμές που καθηλώνει το βλέμμα. Δεν έχει ιδιαίτερα αφαιρετικά στοιχεία, δεν λειτουργεί αυτόνομα. Συμβαδίζει με το κείμενο. Αλλά έχει εκείνες τις εξαιρετικές επιλογές στα χρώματα και τις αντιθέσεις που συνηθίζει η εικονογράφος που δεσμεύουν το βλέμμα και το ομορφαίνουν.

 

Πηγή: elniplex.com

 

Check Also

Ο άνθρωπος που αγαπούσε τα σκυλιά* – Leonardo Padura

Κούβα, 1977. Ο Ιβάν παλεύει να βγάλει τα προς το ζην και όποτε βρίσκει ευκαιρία …

G-EZ117CQG76