Το Καστράκι (Φρούριο ) ήταν η Ακρόπολη της αρχαίας πόλης Επίδαυρος Λιμηράς, χτισμένη στην πλευρά που βλέπει προς τον Άγιο Ιωάννη Μονεμβασίας. Πηγαίνοντας κάποιος από Μονεμβασία προς Γέρακα και στρίβοντας δεξιά στη διασταύρωση του Αγίου Ιωάννη, θα το συναντήσει στα χίλια περίπου μέτρα, στο αριστερό του χέρι, λίγο πριν τη θάλασσα.
Είναι μια αρχαία πόλη της Μυκηναϊκής Περιόδου που λέγεται και αναφέρεται ακόμη και σε γραπτά κείμενα, όπως στα «Λακωνικά» του Παυσανία (Περιηγητή), ότι την ίδρυσαν κάτοικοι της Αρχαίας Επιδαύρου, του Νομού Αργολίδας, εκ της οποίας έλαβε και το όνομά της, που ενώ έπλεαν για την Κω, είδαν θεϊκά σημάδια. Έτσι για το λόγο αυτόν, αποβιβάστηκαν και έμειναν εκεί φυτεύοντας ελιές και χτίζοντας πρώτα το ναό του Ασκληπιού και κατόπιν την πόλη με τους ναούς της και τα άλλα έργα τέχνης, που ήκμασε στην περιοχή την περίοδο αυτή, κυρίως τα Ρωμαϊκά χρόνια, αφού ήταν μία από τις 18 πόλεις της Λακωνίας (Κοινό των Ελευθερολακώνων) που απολάμβανε πλήρους ελευθερίας. Το Κάστρο αυτό παρείχε προστασία στους κατοίκους της πόλης αλλά και της ευρύτερης περιοχής από τους εχθρούς, τόσο από ξηράς όσο και από θαλάσσης.

Εντύπωση προξενούν στον επισκέπτη τα Κυκλώπεια Τείχη που μόνο άνθρωποι της περιόδου εκείνης θα μπορούσαν να κατασκευάσουν. Σύμφωνα με τα στοιχεία που υπάρχουν, τα Τείχη χτίστηκαν γύρω στο 470 π.Χ. Αποτελούνται από τεράστιους ογκόλιθους, λαξεμένους και τοποθετημένους ο ένας πάνω στον άλλον, χωρίς πρόσθετα οικοδομικά υλικά, ιδίως προς τη μεριά της θάλασσας. Είναι κατασκευασμένα με τέτοια τεχνική που τα καθιστούσαν σχεδόν απέθαντα και απόρθητα, τόσο από το διάβα του χρόνου όσο και από τις ορέξεις των επίδοξων εχθρών, που εποφθαλμιούσαν το Κάστρο και που ήξεραν μόνο «Κύκλωπες» να κατασκευάζουν (εξ ου και «Κυκλώπεια Τείχη») που παρόμοιά τους υπάρχουν μόνο στις αρχαίες Μυκηναϊκές πόλεις, όπως των Μυκηνών, Τίρυνθας κ.α.


Μάλιστα η πόλη τελούσε υπό τη συμμαχία και προστασία της Σπάρτης, για το λόγο αυτόν κατά τη διάρκεια των Πελοποννησιακών πολέμων οι Αθηναίοι την κατέστρεψαν δύο φορές.
Αξίζει τον κόπο κάποιος διερχόμενος να κάνει μια στάση και ακολουθώντας τον αγροτικό δρόμο, να ανέβει στο Κάστρο (από την πλευρά που βλέπει προς Άγιο Ιωάννη) προκειμένου να συναντήσει πρώτα την πόλη, της οποίας τμήματα είναι ακόμη εμφανή όπως: τα ερείπια αρχαίων ναών, ο ναός της Αφροδίτης και το ιερό του Ασκληπιού, το οποίο μάλιστα είχε και ένα άγαλμα (σύμφωνα με τον Παυσανία).

Εμφανές είναι ακόμη και το μεγάλο εντυπωσιακό κτίριο με τις αψίδες, στο αριστερό μέρος όπως ανεβαίνουμε, που εκεί ήταν τα Ρωμαϊκά Λουτρά, όπου στο μέρος αυτό υπάρχουν και δύο δεξαμενές. Στο σημείο που βρίσκεται το κτίριο αυτό, διερχόντουσαν και τα τείχη της δυτικής πλευράς του Κάστρου, που μέρος τους σώζεται ακόμη ως σήμερα. Στην ευθεία του κτιρίου αυτού (προς θάλασσα) σώζονται και τα ερείπια κάποιων άλλων κτισμάτων.Πάνω στην Ακρόπολη, σύμφωνα με τα αναγραφόμενα του Παυσανία, υπήρχε ο ναός της Αθηνάς. Ακόμη θα παρατηρήσει κανείς ότι σε κάποια σημεία της Ακρόπολης μερικά τμήματα του βράχου έχουν λαξευτεί, ίσως γιατί απ’ εκεί είχαν βγάλει πέτρες για το χτίσιμο των τειχών.


Στο μέρος κάτω της Ακρόπολης, προς τη μεριά της θάλασσας και εντός των τειχών, υπάρχει μια μεγάλη δεξαμενή που εκτός των βρόχινων υδάτων που συνέλεγε την τροφοδοτούσαν όπως φαίνεται, καθώς και τις άλλες, με το νερό της πηγής «Στασού». Δυστυχώς, σύμφωνα με τα ιστορικά στοιχεία που υπάρχουν, στους Βυζαντινούς χρόνους οι κάτοικοι της Μονεμβασίας προξένησαν μεγάλη καταστροφή στα μέχρι τότε διασωθέντα τμήματα της πόλης, χρησιμοποιώντας τα για οικοδομικά υλικά.

Έξω από τα Τείχη (προς τη θάλασσα) δίπλα από τον κεντρικό δρόμο, υπήρχε μια μικρή λίμνη (η Ινούς) με ένα άνοιγμα κάτι σαν πηγάδι, δίχως πάτο (άκουλο) γι’ αυτό και σήμερα το μέρος αυτό λέγεται Άκουλο. Στο συγκεκριμένο χώρο στα παλιά χρόνια, γινόντουσαν κάθε χρόνο γιορτές-τελετές ακόμη και θυσίες, όπως αναφέρει και ο Παυσανίας, προς τιμή της Ινούς, που σύμφωνα με τη μυθολογία ήταν μητρυιά του Φροίξου και της Έλλης, με συμμετοχή πλήθους κόσμου. Μάλιστα έριχναν και ζυμαρικά μέσα στο άκουλο (κατάλοιπο ενός πανάρχαιου εθίμου που λάμβανε χώρα στον κρατήρα της Αίτνας) και αν αυτά βυθίζονταν σήμαινε ότι ήταν καλός οιωνός. Αυτό εξάλλου έχει αποδειχτεί κι από έρευνες που έκαναν εκεί το 1829 Γάλλοι εξερευνητές. Επίσης η λίμνη αυτή πρόσθεσε στο όνομα της πόλης Επίδαυρος και το Λιμηράς. Έτσι η πόλη ονομάστηκε Επίδαυρος Λιμηράς. Κατ’ άλλη εκδοχή το Λιμηρά προήλθε από παραφθορά της λέξης «λιμένα» = Λιμενηρά = Λιμηρά.
Ανεβαίνοντας κανείς προς την Ακρόπολη, θα παρατηρήσει ότι δεν υπάρχουν ενδείξεις που να φανερώνουν ότι υπήρχαν κάποτε εκεί σπίτια (εκτός κι αν τα έχουν καταστρέψει ολοσχερώς απ’ τα θεμέλια ) αλλά και αν υπήρχαν ήταν ελάχιστα, που σημαίνει ότι οι κάτοικοι έμεναν έξω από τα τείχη και κατέφευγαν ή συγκεντρώνονταν μέσα στο Φρούριο, μόνο για προστασία σε περίπτωση κινδύνου ή για προσωπικούς και θρησκευτικούς λόγους.
Δυστυχώς σήμερα ο αρχαιολογικός αυτός χώρος είναι εντελώς παραμελημένος και δεν υπάρχει ούτε μια ένδειξη ή σήμανση που να δίνει έστω κάποια στοιχειώδη πληροφόρηση γι’ αυτά που περισώζονται.
Οι τεράστιες αυτές πέτρες (Τείχη), παραμένουν εκεί, ατενίζοντας προς το πιο σύγχρονο Κάστρο της Μονεμβασίας και στα βάθη του Μυρτώου Πελάγους. Πάντα αγέρωχες και ακλόνητες απ’ το διάβα του χρόνου, για να φανερώνουν στον κάθε διερχόμενο από τον αμαξωτό δρόμο επιβάτη ή επισκέπτη, τα θαυμαστά έργα των αρχαίων σοφών ανθρώπων -Κυκλώπων- θέλοντας ίσως να του δείξουν ότι πίσω τους έκρυβαν και προστάτευαν ένα διαφορετικό πολιτισμό, που δεν έμοιαζε σε τίποτε με αυτόν το δικό μας «σύγχρονων ανθρώπων».
Απόσπασμα από το βιβλίο του Νίκου Αργείτη «Μαθαίνοντας για τον τόπο μου»